- φαντασιώ
- -όω, Α [φαντασία]1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιώσεις2. μέσ. φαντασιοῡμαι, -όομαιπλάθω με τη φαντασία μου, μεταφέρομαι νοερά σε φανταστικούς κόσμους3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεφαντασιωμένος·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.