φαντασιώ

φαντασιώ
-όω, Α [φαντασία]
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιώσεις
2. μέσ. φαντασιοῡμαι, -όομαι
πλάθω με τη φαντασία μου, μεταφέρομαι νοερά σε φανταστικούς κόσμους
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεφαντασιωμένος·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευφαντασίωτος — η, ο (Α εὐφαντασίωτος, ον) 1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία 2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • φαντασίωση — η / φαντασίωσις, ώσεως, ΝΜ [φαντασιῶ] ο σχηματισμός φανταστικών παραστάσεων νεοελλ. 1. συνεκδ. πλάσμα τής φαντασίας, αποκύημα τής φαντασίας 2. (ψυχολ.) α) φανταστική παράσταση, που ερμηνεύει επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές β) (στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”